- ρωχμός
- (I)και ῥωγμός, ὁ, Αρήγμα, σχισμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ-σμός, με σίγηση τού -σ- και τροπή τού άηχου -κ- σε δασύ -χ- < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ- τού ῥήγνυμι + κατάλ. -μός].————————(II)και ῥοχμός και ῥωγμός και ῥογμός, ὁ, Α1. θορυβώδης αναπνοή, ροχάλισμα2. το ρέψιμο («ῥωχμοὶ τῶν τροφῶν ἀποσεσαγμέναι», Κλήμ. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώχω*. Ο τ. ῥωχμός εμφανίζει και παρλλ. τύπους ῥωγμός και ῥοχμός και ῥογμός, που ερμηνεύονται ώς προϊόντα ονοματοποιίας (βλ. λ. ρέγχω)].
Dictionary of Greek. 2013.